προβλητος

προβλητος
    πρόβλητος
    πρό-βλητος
    2
    брошенный, кинутый (на съедение)
    

(κυσὴν π. ἕλωρ Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προβλητος" в других словарях:

  • πρόβλητος — thrown forth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβλητος — ον, Α [προβάλλω] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰκνοῑς θ ἕλωρ», Σοφ.) 2. (για μέταλλο) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα …   Dictionary of Greek

  • προβλῆτος — προβλής thrown forward masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλήτους — πρόβλητος thrown forth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπρόβλητος — η, ο (Μ θεοπρόβλητος, ον) (για ιερωμένους και ηγεμόνες) ο εκλεκτός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρόβλητος (< προ βάλλω), πρβλ. εθνο πρόβλητος, λαο πρόβλητος] …   Dictionary of Greek

  • λαοπρόβλητος — η, ο αυτός που αναδείχθηκε από τον λαό, ο εκλεκτός τού λαού («λαοπρόβλητος ηγέτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πρόβλητος (< προ βάλλω), πρβλ. εθνο πρόβλητος, θεο πρόβλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • πατριπροβλήτως — και πατροπροβλήτως Μ (για το Άγιο Πνεύμα) ως εκπορευόμενο από τον Πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + πρόβλητος (< προβάλλω) + επιρρμ. κατάλ. ως. Ο τ. πατριπροβλήτως < πατρί, δοτ. τού πατήρ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»